- υπερδιήθηση
- η, Νβιολ. διεργασία διαχωρισμού σε υγρά φάση, με διέλευση διά μέσου ημιπερατών μεμβρανών υπό την επίδραση διαβαθμισμένης πίεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + διήθηση. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ultrafiltration].
Dictionary of Greek. 2013.